εὐθεῖς

εὐθεῖς
εὐθής
Righteous (Jashar
masc/fem acc pl
εὐθής
Righteous (Jashar
masc/fem nom/voc pl (attic epic)
εὐθύς 1
straight
masc nom pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • λαιά — και λεῑα και λέα, ἡ (Α) 1. στον πληθ. λαιαί λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων τού όρθιου ιστού 2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας] …   Dictionary of Greek

  • νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… …   Dictionary of Greek

  • ορθόσφυρος — ὀρθόσφυρος, ον (Α) αυτός που έχει ευθείς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό σφυρος)] …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • σκοτομήνη — και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Α ασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῡ κατατοξεῡσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῑς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ επίδραση τού μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. αινα (πρβλ. θεράπ …   Dictionary of Greek

  • Ιντιανάπολις — (Indianapolis). Πόλη (791.926 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, πρωτεύουσα της πολιτείας Ιντιάνα (βλ. λ.) και έδρα της κομητείας Μάριον. Ιδρύθηκε το 1819 στην κεντρική Ιντιάνα, σε μία πεδινή περιοχή που περιβάλλεται από χαμηλούς λόφους, στον δυτικό βραχίονα …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… …   Dictionary of Greek

  • κορδαϊτώδη ή κορδαϊτικά — Τάξη απολιθωμένων γυμνοσπέρμων της κλάσης των κωνιφεροφύτων, τα οποία θεωρούνται πρόγονοι των σύγχρονων κωνοφόρων. Είχαν ψηλούς, ευθείς κορμούς, ύψους 30 40 μ., οι οποίοι διακλαδίζονταν μόνο στην κορυφή. Τα φύλλα τους, ακέραια, λεπιοειδή, κατ’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”